Το εμπορικό του Γιώργου Δημητριάδη βρισκόταν στην Αγια-Μαρίνα, λίγο πιο κάτω από το Νικολαΐδιο, Παρθεναγωγείο, στο δρόμο, που ακόμα και σήμερα, φέρνει από την Αγια Μαρίνα στον Πλάτανο. Το μαγαζί είχε πάντα κίνηση, γιατί εκεί μπορούσε κανείς να βρει όλων των ειδών τα καλά, από βελόνες και κλωστές και υφάσματα κάθε λογής ως και ρούχα έτοιμα, παπούτσια, καπέλα, ομπρέλες κι ένα σωρό άλλα είδη, ακόμα και κρασί ιταλικό, το περίφημο Chianti, ενώ σ΄ ένα διπλανό ιδιαίτερο καμαράκι υπήρχαν πετρέλαιο και κάρβουνα τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα για τις ανάγκες κάθε νοικοκυριού.
Καθημερινά, κάθε λογής άνθρωποι μπαινόβγαιναν από το μαγαζί, για να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα αλλά και για να κουβεντιάσουν με τον ιδιοκτήτη για όλα τα επίκαιρα θέματα. Τις συζητήσεις αυτές, που κατά κανόνα κρατούσαν ώρα πολλή, τις παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά, ενώ έκανε τη δουλειά του κι ο παραγιός του μαγαζιού, ο Κώστας, ένα φτωχό παιδί, που πριν λίγο καιρό είχε χάσει τον πατέρα του και ήταν ανάγκη να βοηθήσει για τη συντήρηση του ορφανεμένου σπιτικού του. Η οικογένειά του είχε έρθει στη Λέρο από την Πάτμο, όταν εκείνος ήταν πέντε χρονών. Ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν εδώ – πατέρας , μάνα και εφτά παιδιά – γιατί, με τα μεγάλα στρατιωτικά έργα που έκαναν οι Ιταλοί σ΄ όλο το νησί, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια και το μεροκάματο ήταν σίγουρο. Έτσι, πολλοί νησιώτες από όλα τα Δωδεκάνησα, ακόμα κι από τη Ρόδο, άφηναν τον τόπο τους και τα κουτσοδούλια τους κ έρχονταν στη Λέρο να δουλέψουν εργάτες σε μια δουλειά σταθερή και σίγουρη.
Παρακολουθούσε ο Κώστας τις συζητήσεις πολύ προσεκτικά, καθώς δούλευε, καταγράφοντας στο μυαλό του ό,τι του φαινόταν σημαντικό και σχηματίζοντας σιγά-σιγά τον δικό του κώδικα θεώρησης της ζωής. Σχολείο, εξάλλου, είχε πάψει να πηγαίνει, όπως και πολλά άλλα παιδιά, από τότε που οι Ιταλοί είχαν κάνει υποχρεωτική τη διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας και είχαν φέρει ιταλούς δασκάλους ς για να τη διδάσκουν. Έτσι οι μαθητές είχαν λιγοστέψει και το σχολείο είχε πια ελάχιστα ελληνόπουλα. Οι περισσότεροι μαθητές ήταν παιδιά των Ιταλών που ζούσαν στο νησί. Και αναρτημένος ψηλά τον τοίχο, δίπλα στην κύρια είσοδο του προαυλίου, ο ιταλικός βασιλικός θυρεός μασκάρευε το ελληνικός σχολείο με την ιταλόφωνη επιγραφή του Scuοle Elementari Minicipali, γύρω από την κορώνα.
Ανάμεσα στα παιδιά που αναγκάστηκαν να φύγουν από το σχολείο, ήταν κι ο Αντώνης. Μικρότερος από τον Κώστα, βοηθούσε τον πατέρα του στο φούρνο τους, που ήταν δίπλα στο μαγαζί του Δημητριάδη. Τα δυο παιδιά, όταν δεν είχαν δουλειά, συναντιόνταν έξω στο δρόμο, για να παίξουν στα κλεφτά, ή για να κουβεντιάσουν τα θέματα που τα απασχολούσαν.
Εκείνες τις ημέρες, το κυριότερο θέμα που τους απασχολούσε, όπως κι όλους τους μεγάλους, άλλωστε, ήταν η γενική ανησυχία για την όλο και πιο σκληρή στάση των Ιταλών απέναντι στους νησιώτες, από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Αιθιοπία. Ανάμεσα σε τόσα άλλα, είχαν απαγορεύσει στις νοικοκυρές να βάφουν, όπως συνήθιζαν από παλιά, ένα γαλάζιο πλαίσιο γύρω από τοα πορτοπαράθυρα των κάτασπρων σπιτιών τους.
– Το κάνουν γιατί τους θυμίζει τη σημαία μας, είπε με θυμό ο Αντώνης.
– Σάματι δε έχει το κάθε σπίτι μια αληθινή, κρυμμένη κάτω – κάτω στο μπαούλο για την ημέρα που θα φύγουν…, είπε περιφρονητικά ο Κώστας.
– Μακάρι να μπορούσαμε να τους κάνουμε κάτι κακό, να τους εκδικηθούμε, είπε αόριστα και ονειροπόλα ο Αντώνης.
– Ναι ωραία ιδέα, μα τι να τους κάνουμε;
Ο Αντώνης δεν απάντησε. Κι έμειναν κι οι δυο σιωπηλοί, ψάχνοντας με το νου τους να βρουν τι θα μπορούσε να ήταν αυτό το κακό.
Σε λίγες μέρες, ήταν Κυριακή. Ο κόσμος φορώντας τα γιορτινά του πήγαινε στις εκκλησιές. Πήγαινε κι ο Κώστας με τη μάνα του και τα αδέρφια του στην Αγία Μαρίνα. Μπροστά-μπροστά πήγαινε ο Αντρέας, ο μεγαλύτερος αδερφός του, φορώντας κι αυτός τα καλά του, όμορφος, λεβέντης, σαν αρχάγγελος του φαινότανε του Κώστα.
Ξαφνικά, καθώς προχωρούσαν, ακούστηκαν τραγούδια ιταλικά, φωνές και ζητωκραυγές, στα ιταλικά κι αυτές και, σαν έστριψαν από την πλατεία ης Αγίας Μαρίνας μπαίνοντας στο δρόμο για την Εκκλησία, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια μεγάλη παράτα από νεαρούς, μέλη της φασιστικής νεολαίας, με τις στολές και τα κοντάρια τους, που με τύμπανα, τραγούδια και συνθήματα, κατέβαιναν ορμητικοί στο λιμάνι, σε κατάσταση παραληρήματος.
Ο κόσμος στο πέρασμα τους, παραμέριζε για να τους αφήσει να περάσουν. Πάνω στη στροφή, όμως έπεσαν στην παρέα του Κώστα και των δικών του. Πρώτος-πρώτος βρέθηκε μπροστά τους ο Αντρέας, που δεν πρόλαβε να παραμερίσει. Αυτό ήταν η αφορμή, ήταν η λεβεντιά κι η περηφάνια στα μάτια του παλικαριού, που τους εξαγρίωσε; Ένας δυο από την παράτα χύθηκαν πάνω του, ακολούθησαν κι άλλοι και με τα κοντάρια τους και τις γροθιές τους, άρχισαν να τον χτυπούν σ κεφάλι και στους ώμους, κολλώντας στον τοίχο. Από την άλλη μεριά του δρόμου, άλλοι ρίχτηκαν σ΄ ένα-δυο άλλους περαστικούς χτυπώντας τους και βρίζοντάς τους, ενώ, όσοι βρέθηκαν εκεί, έμειναν πετρωμένοι από αυτά που έβλεπαν.
‘Εντρομη η μάνα άρπαξε τα άλλα παιδιά, τα κόλλησε σύρριζα στον τοίχο κι άπλωσε τα χέρια της επάνω τους, σαν για να τα σκεπάσει, ώσπου πέρασαν οι δαίμονες. Τότε όλοι έτρεξαν στον Αντρέα και στους άλλους χτυπημένους. Του Αντρέα το κεφάλι αιμορραγούσε κι ήταν ζαλισμένος. Έτρεξαν κι έφεραν νερό πανιά, τον περιποιήθηκαν κι τον μετέφεραν στο σπίτι. Ευτυχώς, εκτός από μια σκισιά στο μέτωπο, δυο τρία καρούμπαλα στο κεφάλι και κάμποσες μελανιές στο πρόσωπο και στο σώμα δεν είχε πάθει τίποτε σοβαρό.
– Πρέπει να τους κάνουμε κάτι κακό, ξαναείπε ο Αντώνης την άλλη μέρα, όταν συναντήθηκαν στα παιδιά στη δουλειά. Ο Κώστας συμφώνησε. Έμειναν σιωπηλοί, ψάχνοντας ο καθένας τί θα μπορούσε να είναι το κακό, ενώ από το σχολείο δίπλα ακούγονταν τα ιταλικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά. Τότε ο Κώστας είχε μια λαμπρή ιδέα:
– Το σχολείο! Να χτυπήσουμε το σχολείο! Είπε ενθουσιασμένος. Του Αντώνη του άρεσε η ιδέα. Στο λεπτό κατάστρωσαν το σχέδιο: το βράδυ, όταν θα σκοτείνιαζε, θα συναντιόνταν στο ύψωμα πίσω από το σχολείο, μπροστά από το σπίτι του Καστή κι από κει θα πετροβολούσαν τα τζάμια του σχολείου, να τα σπάσουν. Συμφώνησαν για την ώρα και χώρισαν.
Η μέρα εκείνη χρειάστηκε πολλές ώρες, ώσπου να περάσει και να πέσει το σκοτάδι. Τελικά, την ορισμένη ώρα, βρέθηκαν κι οι δυο στο συμφωνημένο σημείο. Σιωπηλά κι αθόρυβα μάζεψαν όσες πέτρες μπόρεσαν κι έβαλαν σημάδι τα τζάμια της Αστικής Σχολής. Να τούτη, να κι κείνη, να και η άλλη. Έβαζαν όλη τους την τέχνη, γύριζαν τα χέρια τους με δύναμη, για να πάρει φόρα η πέτρα και να φτάσει ως τα τζάμια, όμως η απόσταση ήταν μεγάλη κι έτσι, τελικά, λίγες πέτρες έφτασαν στο στόχο τους. Δυο – τρία τζάμια έαπασαν, αλλά, από το σπίτι πίσω ους, κάποιο παράθυρο άνοιξε, κάποιο κεφάλι πρόβαλλε να δει τι συμβαίνει. Τα δυο παιδιά φοβήθηκαν μην τα γνωρίσουν και το ‘βαλαν στα πόδια μέσα στο σκοτάδι, απογοητευμένα από τα αποτελέσματα της επιχείρησης.
– Δεν είναι τίποτα σοβαρό αυτό που κάναμε, είπε την άλλη μέρα ο Κώστας, καθώς έκαναν πως ανηφόριζαν κατά τον Πλάτανο, δήθεν αδιάφοροι, αλλά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο προαύλιο του σχολείου. Η κίνηση, εκεί, ήταν η συνηθισμένη. Οι μαθητές τριγυρνούσαν ή έπαιζαν κι οι δάσκαλοί περπατούσαν πάνω – κάτω επιτηρώντας τους. Όλα ήταν στη θέση τους και, κάτω στο δρόμο, αναρτημένος ψηλά στο εξωτερικό τοίχο του μικρούς δωματίου, αριστερά από την κύρια είσοδο του προαυλίου, ο ιταλικός θυρεός με την κορώνα και την ιταλόφωνη επιγραφή του, θύμιζε πολύ καθαρά ποιος έκανε κουμάντο στο σχολείο και στον τόπο.
Τότε ήταν που ο Κώστας είχε μια φαεινή ιδέα:
-Την κορώνα! Την κορώνα να κατεβάσουμε από τον τοίχο!
Αυτή ήταν ιδέα! Αυτή κι αν ήταν εκδίκηση! Όπως αυτοί δεν μας άφηναν ούτε τα χρώματα της ελληνικής σημαίας να χρησιμοποιούμε, έτσι κι εμείς θα κατεβάσουμε το δικό τους έμβλημα, σκέφθηκαν.
Καινούριος ενθουσιασμός, καινούρια σχέδια, καινούρια καρδιοχτύπια… Αυτή τη φορά, χρειάστηκε περισσότερη προετοιμασία και προγραμματισμός. Μάλιστα, αποφάσισαν να πάρουν μαζί τους , για καλό και για κακό, τσεκούρια, που ήταν απαραίτητα σε όλα τα έργα με Ινδιάνους, που είχαν δει.
Όταν λοιπόν όλα ήταν έτοιμα, συναντήθηκαν, αργά, μια βραδιά που φύσαγε ένας άγριος βοριάς έκανε διαβολεμένο κρύο κι ο δρόμος ήταν έρημος. Τρύπωσαν στην αυλή του σχολείου, σκαρφάλωσαν στον τοίχο του καμαρακιού, που από την μεριά της αυλής ήταν ποιο χαμηλός και σύρθηκαν πάνω στο δώμα ως τον εξωτερικό τοίχο, πάνω ακριβώς από το σημείο όπου ήταν αναρτημένος ο ιταλικός θυρεός. Με χίλιες προφυλάξεις κοίταξαν το δρόμο προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ψυχή δεν περνούσε, ερημιά παντού, μόνο ο αέρας φυσώντας με δύναμη λύγιζε μια από δω και μια από κει τα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής.
– Κανένας δεν περνάει. Ας αρχίσουμε, μη χάνουμε καιρό…, είπε ο Αντώνης σκύβοντας πάνω από το παραπέτο, για να φτάσει την κορώνα, που ήταν γερά καρφωμένη πάνω στον τοίχο. Ο Αντώνης βάλθηκε να ξηλώνει τη μια πλευρά, ενώ ο Κώστας την κρόταγε γερά, να μην τους ξεφύγει και κρεμαστεί, μήπως τύχει κανένας περαστικός και τους πάρει χαμπάρι.
– Κάνε γρήγορα, είπες χαμηλόφωνα του Αντώνη, μην έρθει κανείς…
– Mη φοβάσαι, με τέτοιον καιρό κανένας δεν τολμά να ξεμυτίσει τόσο αργά, απάντησε ο Αντώνης, βάζοντας όλη του τη δύναμη στα χέρια του, που έτρεμαν από τη βιάση και την αγωνία.
– Κράτα καλά, ξανακούστηκε σε λίγο η φωνή του χαρούμενη, βγάζω το τελευταίο καρφί…
Ο Κώστας έβαλε όλη του τη δύναμη στα δάχτυλά του και την κράτησε όσο πιο γερά μπορούσε. Ένα τελευταίο τσακ και το βάρος στο χέρι του έδειξε πως ο θυρεός ήταν ελεύθερος από τη μια πλευρά.
– Τώρα κι από κει, είπε ο Αντώνης, προχωρώντας με τα γόνατα προς την άλλη μεριά.
Τότε , ξαφνικά, φάνηκαν από την μεριά της Αγια-μαρίνας τα φώτα από τα φανάρια ενός αυτοκινήτου, που ανέβαινε προς το σχολείο. Γρήγορα ο Κώστας έσφιξε τα δάχτυλά του πιέζοντας με όλη του τη δύναμη την κορώνα από την πλευρά που είχαν αφαιρεθεί τα καρφιά, για να κρατήσει στη θέση του τον θυρεό και τα δυο παιδιά έπεσαν μπρούμυτα στο δώμα, πίσω από το παραπέτο, που ήταν ψηλότερο και τα έκρυβε από το δρόμο. Την ίδια στιγμή, το αυτοκίνητο της ιταλικής αστυνομίας ήρθε και σταμάτησε ακριβώς κάτω από το θυρεό. Τα παιδιά κόλλησαν πάνω στην πατελιά του δώματος, ενώ η καρδιά τους χοροπηδούσε σαν τρελή. Κρατώντας την αναπνοή του, ο Κώστας έσφιξε κι άλλο τα δάκτυλα που κρατούσαν την κορώνα. Έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας με αγωνία. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε κι ο καραμπινιέρος που το οδηγούσε, βγήκε έξω,. Έκανε δυο τρία βήματα, ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο, ακούμπησε πάνω, του, άναψε ένα τσιγάρο κι έμεινε ακίνητος καπνίζοντας. Περίμενε κανέναν; Τέλειωσε το τσιγάρο του κι έμεινε πάλι ακίνητος, ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο.
Του Κώστα του φάνηκε πως το βάρος που κρατούσαν τα δάχτυλα του, μεγάλωνε, μεγάλωνε, πως η κορώνα ξεγλιστρούσε και του ξέφευγε, να τώρα θα ξεφύγει ολότελα και θα πέσει και τώρα θα τους βρει ο καραμπινιέρος …
Επιτέλους, κάποια στιγμή αυτός ανασηκώθηκε από τη θέση του κι έμεινε για λίγο αναποφάσιστος. Τελικά, μπήκε στ’ αυτοκίνητο, άναψε τοη μηχανή και ξεκίνησε αργά-αργά προς ην Αγία Μαρίνα πάλι. Τα παιδιά ανάσαναν. Αλλά τόση ήταν η τρομάρα τους, που παράτησαν τον θυρεό να κρέμεται, πήδησαν κάτω από το δώμα και χάθηκαν μέσα στη νύχτα.
Την άλλη μέρα, στη δουλειά, έκαναν τους ανήξερους. Στο σχολείο, όμως είχε πολλά πήγαιν΄ έλα.
– Τι τρέχει; Ρώτησαν, δήθεν αδιάφορα.
– Να, έσπασαν, λέει τα καρφιά που βαστούσαν την κορώνα κα την παίρνουν από κει που την είχαν. Θα τη βάλουν πάνω στα κάγκελα της πόρτας ,για να τη στερεώσουν καλύτερα.
Άλλο που δεν ήθελαν τα παιδιά. Η καγκελόπορτα του προαυλίου, δίφυλλη, πλατιά, από χυτό σίδερο, ήταν πολύ πιο εύκολα προσιτή, παρά το τοίχος. Αυτή τη φορά, έκοψαν γρήγορα τα σύρματα που τη συγκρατούσαν και κατέβασαν την κορώνα χωρίς αργοπορία. Την έβαλαν μέσα σ΄ ένα τσουβάλι, που είχε φέρει μαζί του ο Κώστας, βγήκαν τρέχοντας από την πλαϊνή πόρτα του σχολείου και χώθηκαν στο στενό του Πάτελου. Όμως, καθώς προχωρούσαν βιαστικά, ο Αντώνης μπροστά και λίγο πιο πίσω ο Κώστας με το τσουβάλι στον ώμο, φάνηκε να έρχεται προς το μέρος τους ένας άνθρωπος. Φορούσε ένα χοντρό παλτό, με σηκωμένο το γιακά και είχε τα χέρια του χωμένα μέσα στις τσέπες του παλτού του. Χωρίς να τα χάσει ο Αντώνης, τάχυνε ακόμα περισσότερο το βήμα του, πήρε φόρα κι έπεσε με τόση ορμή πάνω στον ανυποψίαστο περαστικό, που αυτός, χάνοντας την ισορροπία του, έκανε μια ολόκληρη σβούρα γύρω από τον εαυτό του, προσπαθώντας να κρατηθεί όρθιος.
Δεν βλέπεις που πάς, χριστιανέ μου, φώναξε αγανακτισμένος, μα ο Αντώνης είχε κιόλας χαθεί μέσα στο σκοτάδι, ενώ στο μεταξύ, ο Κώστας είχε ξεγλιστρήσει απαρατήρητος και τρέχοντας πήρε τον ανήφορο για το Πάτελο, που έμενε. Δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή, ώσπου έφτασε στο σπίτι του με κομμένη την ανάσα. Μπαίνοντας, βρήκε τη μάνα του να διαβάζει με το φως της λάμπας, την Αγια Γραφή.
– Άργησες, του είπε, βλέποντας τον να μπαίνει. Γιατί είσαι λαχανιασμένος; Και βλέποντας το τσουβάλι: Τι κουβαλάς εκεί μέσα;
Ο Κώστας είχε κιόλας κατεβάσει το τσουβάλι από τον ώμο του και το άνοιξε
– Έλα να δεις, της είπε και η φωνή του κοβόταν από το λαχάνιασμα και από τη συγκίνηση.
Έσκυψε η γυναίκα να δει και σαν είδε, κόντεψε να μείνε από τη λαχτάρα της.
– Χριστός και Παναγιά! Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες; Γιατί το κουβάλησες εδώ;
Δεν έκατσε να ακούσει τις εξηγήσεις του γιου της. Στο λεπτό, το τσουβάλι ξανάκλεισε, φορτώθηκε πάλι στον ώμο του Κώστα και , μπρος η μάνα, πίσω ο γιος, κατηφόρισαν τη ρεματιά, που πριν από λίγο είχε ανέβει λαχανιασμένος ο Κώστας κουβαλώντας το λάφυρό του. Κάτω από το Πάτελο, ήταν ένα χωράφι με ένα ξεροπήγαδο. Εκεί μέσα έριξαν την κορώνα κι από πάνω της έριξαν πέτρες πολλές, ώσπου την σκέπασαν εντελώς, να μη φαίνεται ούτε η φανιά της. Ύστερα γύρισαν στο σπίτι…
Και η κορώνα με την επιγραφή, ακόμα εκεί κάθεται, καλά κρυμμένη…
Μας το έφερε η κυρία Αγγελική Μαραγκού. Την ευχαριστούμε θερμά!