Κάστρο της Χρυσοχεριάς

                      Νίκος Τσ. , Χρήστος Μπ., Γ2

Χρυσοχεριά1

Χρυσοχεριά2

Χρυσοχεριά3

Στα χρόνια της Ιπποτοκρατίας, εξαιτίας των κλιμακούμενων τουρκικών επιθέσεων στα νησιά, ο διοικητής των νησιών Κω, Καλύμνου, Λέρου και Νισύρου, Ιππότης Fantino Quirini μετά από διαταγή του Μεγάλου Μάγιστρου Jean Bonpart de Lastic υποχρέωσε τους κατοίκους να χτίσουν ένα νέο, προσωπικό κάστρο.

Αποτελείται από περιμετρικό τείχος, δύο κυκλικούς πύργους, δύο εισόδους, και ένα προτείχισμα. Στο εσωτερικό τα λίγα οικοδομήματα διατηρούνται σε καλή κατάσταση: Μία ορυκτή και κτιστή αποθήκη τροφών, δύο εκκλησάκια, το νεότερο του Αγίου Γεωργίου και το παλαιότερο της Παναγίας.

Το Κάστρο εγκαταλείφθηκε οριστικά στα τέλη του 15ου αι., εξαιτίας των αδιάκοπων επιδρομών των Τούρκων, επειδή λόγω του μικρού μεγέθους του δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του πληθυσμού και κυρίως επειδή το Μεγάλο Κάστρο της Χώρας ήταν έτοιμο στα 1495.

Η κόρη της Καλύμνου

από τη Μαρία Μ., Α2

Η «ψαριά» μιας μηχανότρατας έφερε στην επιφάνεια ένα αρχαιολογικό εύρημα που βρισκόταν εδώ και εκατοντάδες χρόνια, σε βάθος περίπου 70 μέτρων, στο Αιγαίο. Πρόκειται για τμήμα μεγάλου αγάλματος και συγκεκριμένα για χάλκινο κορμό με άνω άκρα θωρακοφόρου άνδρα, ύψους περίπου 1,60 μ., το οποίο «ψάρεψε» χτες τα ξημερώματα η μηχανότρατα «Καπετάν Θέμελης» και το παρέδωσε στο Λιμεναρχείο Καλύμνου.Η περίφημη «Κόρη της Καλύμνου» είναι ένα εντυπωσιακό άγαλμα, που είχαν κόρη της καλύμνου«ψαρέψει» το 1995 δύο Καλύμνιοι ψαράδες και το είχαν παραδώσει στις αρχές συνεχίζοντας μια σπουδαία παράδοση, που είχαν αρχίσει το 1900 Συμιακοί σφουγγαράδες ανασύροντας από αρχαίο ναυάγιο ανοιχτά των Αντικυθήρων πολλούς θησαυρούς, οι οποίοι βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι λιμενικοί ενημέρωσαν την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, απ όπου δόθηκαν οδηγίες για τη φύλαξή του, ενώ σήμερα μεταβαίνει στο νησί συνεργείο συντήρησης και αύριο η προϊσταμένη της Εφορείας, κ. Σίμοση, για να μεταφερθεί το εύρημα στην Αθήνα.

«Είναι βαρύ πράγμα, έχει όστρακα επάνω του, αλλά γενικά είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Ζυγίζει πάνω από 100 κιλά και μοιάζει να είναι μέρος αγάλματος ενός άνδρα που φοράει κάτι σαν χλαμύδα. Το ένα χέρι είναι στην ανάταση, σαν να δείχνει κάτι, ενώ το άλλο χέρι είναι στη μέση του», λέει στο «Εθνος» ο ιδιοκτήτης της μηχανότρατας Μιχάλης Κουφάκης.

Ο έμπειρος Καλύμνιος ναυτικός, μαζί με τον κυβερνήτη του σκάφους Θεολόγο Μούγκρο και άλλους τέσσερις Αιγύπτιους αλιεργάτες τους ξεκίνησαν, προχτές, όπως κάθε βράδυ, για ψάρεμα.

Η 25μετρη μηχανότρατα έπλεε, με μικρή ταχύτητα, ανάμεσα στην Κάλυμνο και στην Κω, κοντά στη νησίδα Νερά, έχοντας ρίξει τον σάκο της.

«Περίπου στις 4.30 τραβήξαμε επάνω και είδαμε ότι υπήρχε κάποιο αντικείμενο. Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν βαρέλι. Ανοίξαμε και είδαμε ότι ήταν ένα άγαλμα. Πρέπει να ήταν σε βάθος 35-40 οργιές. Ειδοποίησα αμέσως τον γιο μου, Θέμελη, και ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στην Κάλυμνο. Ο γιος μου ειδοποίησε το λιμεναρχείο και γύρω στις 5 φτάσαμε στο λιμάνι», μας λέει ο καπετάν Μιχάλης.

Το βαρύ άγαλμα κατέβηκε από τη μηχανότρατα «με ένα παλάγκο του σκάφους και φορτώθηκε σε ένα αυτοκίνητο. Οταν έφτασε στο λιμεναρχείο βοήθησαν 6-7 άνθρωποι να το ξεφορτώσουν», μας είπε ο 70χρονος ναυτικός.

Οι άνδρες του Λιμεναρχείου Καλύμνου ενημέρωσαν την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, απ όπου δόθηκαν οδηγίες για τη φύλαξη. Οπως έλεγαν ειδικοί, η συντήρηση αγαλμάτων, που βρέθηκαν στη θάλασσα, είναι μακρόχρονη προκειμένου να αφαλατωθεί και να απομακρυνθούν οι θαλάσσιοι οργανισμοί .

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μία άλλη περίπτωση ενός σπάνιου χάλκινου αγάλματος, που είχε βρεθεί το 1995 πάλι από ψαράδες και ονομάστηκε «Η κόρη της Καλύμνου», χρειάστηκε περισσότερο από μία πενταετία για να συντηρηθεί πλήρως.

http://saet10.wordpress.com/2009/04/03/

Πνευματική Γεωγραφία – Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΨΗΛΗΣ – ΘΑΥΜΑ

Ένα σκετς που έφτιαξαν τα παιδιά του Κατώτερου-Μέσου Κατηχητικού Σχολείου Αγίου Θεολόγου το έτος 2001 για τη γιορτή λήξης των κατηχητικών

παναγιά κυρά ψηλή3ΠΡΟΣΩΠΑ ΟΜΙΛΟΥΝΤΑ (6)

ΒΟΣΚΟΣ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, ΝΟΜΙΚΗ, ΕΥΔΟΚΙΑ, ΑΓΑΝΙΆ, ΚΟΡΗ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΒΟΥΒΑ

Ο ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΨΗΛΗΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Σε κάποια εκατονταετηρίδα του Μεσαίωνα, ακριβώς ποτέ κανείς δεν είπε, δύο φορές λεηλατήθηκε η πολιτεία  του Βαθύ. Από Ενετούς πειρατές την πρώτη και από Σαρακηνούς τη δεύτερη. Σ΄ αυτήν την τελευταία επιδρομή, νύχτα του Πάσχα το θέλει η παράδοση, η σφαγή και οι καταστροφές ήταν τέτοιες που ο κόσμος απογοητευμένος εγκατέλειψε τα σπίτια του τα μισογκρεμισμένα και τις κατεστραμμένες εκκλησίες του και παίρνοντας μαζί τους ό,τι απέμεινε από βιος και νοικοκυριό πήγε να εγκατασταθεί κάτω από το βράχο του σημερινού Κάστρου. Έτσι γεννήθηκε ο οικισμός της “Χώρας” και η λιλιπούτεια πολιτεία του Κάστρου, όπου κατέφευγαν σε ώρα ανάγκης.

παναγια κυραψηλή2-βουνόΣτην Κοιλάδα του Βαθύ παρέμειναν οι Βοσκοί με τα κοπάδια τους σκορπισμένα  στα γύρω βουνά και οι “ρεσπέρηδες” που σπέρνοντας τα ερημωμένα χωράφια, άλλα μεσιακά κι άλλα με τη σκέπαση εξασφάλιζαν το ψωμί της χρονιάς. Στο μικρό οικισμό του Δάσους εξακολουθούσε να στέκει το “Μετόχι” με τον “Ηγούμενο” που τελούσε χρέη ιερέα και ταυτόχρονα κρατούσε τις πόρτες του Μετοχιού ανοιχτές για τον κάθε περαστικό, πιστός στην παραδοσιακή φιλοξενία που επιβάλλει το καθήκον του κάθε χριστιανού.

Ήταν σ΄ αυτήν την ιστορική περίοδο αρχή καλοκαιριού όταν ένας βοσκός έχασε τον καλύτερό του τράγο…

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΒΟΣΚΟΣ : Έχασα τον τράγο μου! Συμφορά! Βέβαια αποτυχία στα γεννήματα. Ξεκίνησα από το πρωΐ με το χάραμα, ανεβοκατέβηκα τις πλαγιές και τα λαγκάδια σφυρίζοντας ή κοιτάζοντας μες στα κέδρα και τα σχίνα που τα σκέπαζαν και να με κάτω από την κουκούλα της κορφής του βουνού πάνω από τα Πεζόντα. Και τίποτε! τίποτε! Τι θα κάνω τώρα; Μα, για στάσου, σαν να βλέπω μια σχισμάδα εκεί (βλέπει μέσα από μια σχισμάδα στον φτιαγμένο από χαρτί τοίχο) Ω! ω! ο τράγος μου εκεί μέσα! Και πηδά χαρούμενος! και στάζουν και τα γένια του! Στάζουν νερό! Παναγιά μου! νερό, βρήκε νερό κατακαλόκαιρα το ζω μου, πολύτιμο εύρημα! Θα πάω να δω (Προσπαθεί να μπει – κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΒΟΣΚΟΣ : (ίδιο σκηνικό) Παναγιά μου! (σταυροκοπιέται) Βρήκα εκεί μέσα μια γούρνα νερό γεμάτη. Από κάποια σχισμάδα του βράχου περνούσε μικρή αχτίδα φωτεινή. Το νερό φαινόταν καθάριο κι έσκυψα να πιω. Και τότε βλέπω μέσα μια μικρή εικόνα, αυτή να εδώ! (Δείχνει μια εικόνα της Παναγίας. Αν είναι δυνατόν, να είναι η εικόνα της Κυραψηλής). Η εικόνα της Παναγιάς με το μικρό Χριστό αγκαλιά! (Τη σφίγγει στην αγκαλιά του με συγκίνηση). Την πήρα και πήγα  να βγω από τον ίδιο δρόμο που ήρθα, μα είδα ξαφνικά στο βάθος της σπηλιάς ένα άνοιγμα του βουνού μεγαλύτερο. Οι πλευρές ήταν σκεπασμένες με ένα γλοιώδες κίτρινο χώμα και στη βάση σαν από χέρι σμιλεμένη μια στερνίτσα γεμάτη καθάριο νερό. Μια μικροσκοπική  βαρκούλα  έπλεε με τα δυο μικροσκοπικά κουπιά της πεταμένα δεξιά και αριστερά της ! Υπήρχε και γραφή πάνω στη βάρκα μα δεν ξέρω να διαβάζω! Θα πάω στο Μετόχι να βρω τον ηγούμενο να του τα πω. Θα βάλω την εικόνα στην ταραζίκα μου να μη την χάσω, μη μου πέσει πουθενά (Φεύγει – Κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ :  Τι συμβαίνει παιδί μου; Τι έχεις και βαριαναστενάζεις και ταράζεσαι;

ΒΟΣΚΟΣ : Παπούλη, παπούλη, τι έπαθα;

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Τι έπαθες; Κάτσε να πάρεις πρώτα μιαν ανάσα.

ΒΟΣΚΟΣ : Παπούλη μου! Βρήκα μια εικόνα της Παναγιάς, ψάχνοντας να βρω τον τράγο μου, μέσα σε μια σπηλιά, πάνω από του Πεζόντα. Την έβαλα στην ταραζίκα μου και κίνησα να έρθω εδώ να στη δείξω και να στρίψω κανα τσιγάρο. Όταν σηκώθηκα, όμως, νοιώθω την ταραζίκα πιο λαφριά. Κοιτάζω, πουθενά η εικόνα. Σκέφθηκα και ξαναπήγα στη θέση που τη βρήκα. Ήταν εκεί. Την ξαναπαίρνω, την κρύβω καλά πάλι και τρέχοντας ξεπέρασα τη σέλλα και κατέβηκα στην κοιλάδα του Βαθύ. Σαν έφθασα στον “Έμπολα” σκέφθηκα : Ε τώρα η Παναγιά δεν θα μου το σκάσει! Και σιγουρεμένος κάθισα στα πόδια μιας μεγάλης ελιάς για να στρίψω το τσιγάρο μου! Μα σαν πήγα να ξεκινήσω πάλι για εδώ, πάλι η ταραζίκα είχε ξαλαφρώσει κι η Παναγιά έλειπε από μέσα. Είμαι σίγουρος, παπούλη μου, πώς θα είναι πάλι εκεί που τη βρήκα! Μα γιατί, γιατί δεν θέλησε να έρθει μαζί μου;, γιατί;

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Κατάλαβα! Η Παναγιά θέλει να τη σεβόμαστε οι άνθρωποι και όχι που την παράτησες χάμω για να καπνίσεις! Πήγαινε στη δουλειά σου και θα φροντίσω την Κυριακή να μαζευτούμε όλοι οι Βαθιώτες με τα καλά μας να πάμε να τη φέρουμε συνοδεία με ψαλμωδίες. Μόνο πες σε όποιον συναντήσεις πως το Σάββατο να έρθουν όλοι στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, να τους μιλήσω και να ετοιμάσουμε τόπο για την Παναγιά. Κι άκου με καλά. Νήστεψε, ευχαρίστησε την Παναγιά και ζήτησε συχώρεση που της φέρθηκες έτσι και την Κυριακή να είσαι έτοιμος, ντυμένος καλά για να μας την παραδώσεις εσύ στον τόπο που την βρήκες!”

ΒΟΣΚΟΣ : Να είναι ευλογημένο παπούλη μου, όπως το είπες θα γίνει (Φεύγει – κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

(Κόσμος, παιδιά, γυναίκες, άντρες πηγαινοέρχονται και ανηφορίζουν στο βουνό)παναγια κυραψηλή1

ΕΥΔΟΚΙΑ : Μαρή Νομική, καλέ κυρ-Σκεύο, που πάτε, Κυριακάτικα;

ΝΟΜΙΚΗ : (Κρατά μωρό στην αγκαλιά). Πού ήσουνα εσύ, όταν θαυμαστά πράγματα γίνονται στο χωριό μας;

ΕΥΔΟΚΙΑ : Χτες ήρτα από τη Ρόδο. Μα τί γίνεται;

ΝΟΜΙΚΗ : Βρήκε την Παναγιά με θαυμαστό τρόπο ο κυρ-Θέμελης ο Βοσκός, πάνω στου Πεζόντα, και πάμε σήμερα με τον παπά και τα εξαπτέρυγα να μας την παραδώσει όπως του είπε ο άγιος ηγούμενος. Μα με το μωρό μείναμε τελευταίοι εμείς. Μη χάνεις, καιρό, ακολούθα μας, να χαρείς κι εσύ τέτοια ευλογία.

ΕΥΔΟΚΙΑ : Αμέ θα ρθω, δεν θα ρθώ;

ΝΟΜΙΚΗ : Να, ο βοσκός στέκει συγυρισμένος με την τίμια εικόνα στα χέρια. Την παραδίνει στον παπά. Μεγάλη η χάρη της.

ΕΥΔΟΚΙΑ : Να σκύψε, σκύψε σου λέω. Μας ευλογά με την εικόνα της Παναγιάς! (Σταυροκοπιέται). Πάμε, πάμε μαζί την Παναγιά στη θέση που της ετοιμάσαμε από τα χτες.

ΕΥΔΟΚΙΑ : Μα γιατί σταματάμε, δεύτερη φορά τώρα και ψάλλει ο ηγούμενος; Αφού δεν φθάσαμε στο Μετόχι.

ΝΟΜΙΚΗ : Σταματάμε στα δύο αυτά σημεία, το “ΣΤΑΥΡΟΥΪ” και τώρα στην “ΕΛΙΑ”, γιατί εδώ σταμάτησε ο βοσκός την πρώτη φορά που κατέβαινε κάτω για το μετόχι. Ξεκινάμε πάλι.

ΝΟΜΙΚΗ : Στο Μετόχι θα την προσκυνήσουμε. Κάνε γρήγορα (Κλείνει η αυλαία).

(ανοίγει η αυλαία. Σ΄ ένα στασίδι τοποθετημένη η εικόνα και προσκυνούν όλοι με ευλάβεια κάνοντας το σταυρό τους. Ο αφηγητής τελειώνει την ιστορία).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Η παράδοση ακόμη συμπληρώνει ότι η γραφή στη βάρκα εκείνη που είδε ο βοσκός έγραφε “Κυρά Ψηλή”, όνομα που ανήκει, λένε, σε κάποιο κορφοβούνι της Ανατολής, όπου υπήρχε παλιό μοναστήρι. Κι έτσι ονόμασαν την Παναγιά αυτή “ΚυραΨηλή” και από αυτήν πήρε το όνομα και το κομμάτι αυτό της οροσειράς που βρίσκεται από του Λίβα μέχρι τη θάλασσα της Ανατολής. Οι πιστοί διαμορφώσανε τη σπηλιά σε εκκλησάκι και τάξαν να το λειτουργούν κάθε 15 Αυγούστου, πανηγυρίζοντας τη μέρα εκείνη.

Πολλά διηγούνται και οι παλιότερες και οι νεώτερες γενιές του πληθυσμού του Βαθύ για τα θαύματα της ΚυράΨηλής. Εμείς θα διηγηθούμε ένα που έχει άμεση σχέση με την υπάρχουσα κτιριακή εγκατάσταση στο Μετόχι και στο Βουνό.παναγιά κυραψηλή2ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Χανούμισα Αγάνια! Τι ζητάς εδώ; Θα μας κάψεις, θέλεις; Αν μάθει ο αγάς πως είσαι εδώ, αλοίμονο στους χριστιανούς! Φύγε, για το Θεό, φύγε γρήγορα.

ΑΓΑΝΙΑ : Μη παπά, μη με διώχνεις! (Γονατίζει και σταυρώνει τα χέρια παρακλητικά) Τούρκισσα είμαι, ναι! Μα, η κόρη μου, η πιο όμορφη κόρη ανάμεσα στο Τούρκικο, το καμάρι, η χαρά και η παρηγοριά μου, αρρώστησε καιρό τώρα και κανένα γιατρικό, όσο κι αν έτρεξα δεν έκανε καλυτέρευση. Τη χάνω, σώσε με και προσευχήσου στη μελαχροινή Κυρά που ακούει από το στασίδι που τη βάλατε, σεις οι Χριστιανοί. Μου το είπαν οι χριστιανές σας του χωριού, να έρθω εδώ να σε παρακαλέσω να προσευχηθείς εσύ και θα γίνει καλά η κόρη μου. Σώσε τη σε παρακαλώ, πιστεύω πως δεν θα με διώξει η Κυρά σας, μάνα ήταν κι αυτή και πόνεσε καθώς λέτε με τον υιό της. Δεν μπορεί, θα με ακούσει και μένα, θα με καταλάβει! Και εγώ της τάζω πως σαν θα γίνει καλά η κόρη μου, θα χτίσω αρχοντικό ξενώνα και μέσα θα της στήσω θρόνο και καντήλα καθώς της αξίζει της Κυράς.

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : Χανούμισα Αγάνια! Θα προσευχηθώ και θα βοηθήσει η Παναγιά. Πήγαινε τώρα ήσυχη! (Φεύγει κι αυτός. Η σκηνή κλείνει κι ανοίγει σε λίγο).

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ : (Μια κοπέλα ανάβει κερί ευλαβικά μπροστά στην Παναγία και κρατά ένα σακκούλι) Ποια είσαι κόρη μου εσύ;

ΚΟΠΕΛΑ : Μάνα μου είναι η Αγάνια! Και εγώ είμαι καλά γιατί προσευχήθηκες για μένα στην Κυρά των Χριστιανών, που αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ήρθα λοιπόν μόνη μου  να την ευχαριστήσω και να φέρω το τάξιμο της μάνας μου για τη σωτηρία μου. Φρόντισε λοιπόν με τα άσπρα που σου στέλνει σε τούτο το σακκούλι να χτίσεις τον ξενώνα του μοναστηριού, και βάλε μέσα ένα εικονοστάσι και μεγαλόπρεπο το θρόνο της ΚυραΨηλής.

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ :  (Σταυροκοπιέται) Μεγάλα τα θαυμάσια Κύριε της Μητέρας Σου! Σ΄ευχαριστούμε για κάθε της δώρο (Γονατίζει και προσεύχεται μπροστά στο θρόνο της ΚυραΨηλής. Κλείνει η αυλαία. Τέλος του έργου)

(Ξανανοίγει και υποκλίνονται οι ηθοποιοί)

σκετς κυραψηλή

ΔΚΕΕ 2013 : Κοινωνικά Δίκτυα : Η ομορφιά είναι στη φύση μας – Σέρρες

Από την Καλλιόπη Λαζαρίδου. Την ευχαριστούμε θερμά

http://www.thinglink.com/scene/401059701137080321

thinklink, popilazaridou

ΔΚΕΕ και σχολικό Δίκτυο : Ομάδα Google+ : Μνημεία – Το ιστολόγιο με θέμα τα μνημεία των Σερρών

Απολαύστε το . Η διεύθυνση είναι : http://konask.blogspot.gr/

to blogspot gia mnimia

ΔΚΕΕ και Σχολικό Δίκτυο 2013 : Κοινωνικά Δίκτυα – Η εργασία της ομάδας google+

koinonika diktya- omadagoogle+http://www.thinglink.com/scene/401444778740285441

και σε μορφή e-book : http://www.flipsnack.com/7E7A9C6BDC9/f7nqxea8

Περιβαλλοντική εργασία του 3ου Γυμνασίου Ναυπάκτου – Η Ναύπακτος βήμα – βήμα!

ναύπακτος

http://issuu.com/irkou/docs/nafpaktos_pas___pas-_____________________?e=6112319/2422827

Συγχαρητήρια για την πολύ καλή εργασία! Τη δημοσιεύουμε για να τη χαρούν όλοι όσοι μας διαβάζουν. Ευχαριστούμε και πάλι την κυρία Κωνσταντίνα Κουφού για την ευγενική της προσφορά να την αναρτήσουμε εδώ.

Περιβαλλοντική Εργασία 3ου Γυμνασίου Ναυπάκτου – Συμβoλή της B’ Γυμνασίου

http://peridiavazw.blogspot.gr/2013/05/blog-post_12.html

http://peridiavazw.blogspot.gr/2013/05/edu-glogster.html

kastronafpaktou

Νένας Βρατσάλη, Η κορώνα

παρθεναγωγείοΤο εμπορικό του Γιώργου Δημητριάδη βρισκόταν στην Αγια-Μαρίνα, λίγο  πιο κάτω από το Νικολαΐδιο, Παρθεναγωγείο, στο δρόμο,  που ακόμα και σήμερα, φέρνει από την Αγια Μαρίνα στον Πλάτανο. Το μαγαζί είχε πάντα κίνηση, γιατί εκεί μπορούσε κανείς να βρει όλων των ειδών τα καλά, από βελόνες και κλωστές και υφάσματα κάθε λογής ως και ρούχα έτοιμα, παπούτσια, καπέλα, ομπρέλες κι ένα σωρό άλλα είδη, ακόμα και κρασί ιταλικό, το περίφημο Chianti, ενώ σ΄ ένα διπλανό ιδιαίτερο καμαράκι υπήρχαν πετρέλαιο και κάρβουνα τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα για τις ανάγκες κάθε νοικοκυριού.

Καθημερινά, κάθε λογής άνθρωποι μπαινόβγαιναν από το μαγαζί, για να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα αλλά και για να κουβεντιάσουν με τον ιδιοκτήτη για όλα τα επίκαιρα θέματα. Τις συζητήσεις αυτές, που κατά κανόνα κρατούσαν ώρα πολλή, τις παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά, ενώ έκανε τη δουλειά του κι ο παραγιός  του μαγαζιού, ο Κώστας, ένα φτωχό παιδί, που πριν λίγο καιρό είχε χάσει τον πατέρα του και ήταν ανάγκη να βοηθήσει για τη συντήρηση του ορφανεμένου σπιτικού του. Η οικογένειά του είχε έρθει στη Λέρο από την Πάτμο, όταν εκείνος ήταν πέντε χρονών. Ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν εδώ  – πατέρας , μάνα και εφτά παιδιά – γιατί, με τα μεγάλα στρατιωτικά έργα που έκαναν οι Ιταλοί σ΄ όλο το νησί, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια και το μεροκάματο ήταν σίγουρο. Έτσι, πολλοί νησιώτες από όλα τα Δωδεκάνησα, ακόμα κι από τη Ρόδο, άφηναν τον τόπο τους και τα κουτσοδούλια τους κ έρχονταν στη Λέρο να δουλέψουν εργάτες σε μια δουλειά σταθερή και σίγουρη.

Παρακολουθούσε ο Κώστας τις συζητήσεις πολύ προσεκτικά, καθώς δούλευε, καταγράφοντας στο μυαλό του ό,τι του φαινόταν σημαντικό και σχηματίζοντας σιγά-σιγά τον δικό του κώδικα θεώρησης της ζωής. Σχολείο, εξάλλου, είχε πάψει να πηγαίνει, όπως και πολλά άλλα παιδιά, από τότε που οι Ιταλοί είχαν κάνει υποχρεωτική τη διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας και είχαν φέρει ιταλούς δασκάλους ς για να τη διδάσκουν. Έτσι οι μαθητές είχαν λιγοστέψει και το σχολείο είχε πια ελάχιστα ελληνόπουλα. Οι περισσότεροι μαθητές ήταν παιδιά των Ιταλών που ζούσαν στο νησί. Και αναρτημένος  ψηλά τον τοίχο, δίπλα στην κύρια είσοδο του προαυλίου, ο ιταλικός βασιλικός θυρεός μασκάρευε το ελληνικός σχολείο με την ιταλόφωνη επιγραφή του Scuοle Elementari Minicipali, γύρω από την κορώνα.

Ανάμεσα στα παιδιά που αναγκάστηκαν να φύγουν από το σχολείο, ήταν κι ο Αντώνης. Μικρότερος από τον Κώστα, βοηθούσε τον πατέρα του στο φούρνο τους, που ήταν δίπλα στο μαγαζί του Δημητριάδη. Τα δυο παιδιά, όταν δεν είχαν δουλειά, συναντιόνταν έξω στο δρόμο, για να παίξουν στα κλεφτά, ή για να κουβεντιάσουν τα θέματα που τα απασχολούσαν.

Εκείνες τις ημέρες, το κυριότερο θέμα που τους απασχολούσε, όπως κι όλους τους μεγάλους, άλλωστε, ήταν η γενική ανησυχία για την όλο και πιο σκληρή στάση των Ιταλών απέναντι στους νησιώτες, από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Αιθιοπία. Ανάμεσα σε τόσα άλλα, είχαν απαγορεύσει στις νοικοκυρές να βάφουν, όπως συνήθιζαν από παλιά, ένα γαλάζιο πλαίσιο γύρω από τοα πορτοπαράθυρα των κάτασπρων σπιτιών τους.

–        Το κάνουν γιατί τους θυμίζει τη σημαία μας, είπε με θυμό ο Αντώνης.

–         Σάματι δε έχει το κάθε σπίτι μια αληθινή, κρυμμένη κάτω – κάτω στο μπαούλο για την ημέρα που θα φύγουν…, είπε περιφρονητικά ο Κώστας.

–        Μακάρι να μπορούσαμε να τους κάνουμε κάτι κακό, να τους εκδικηθούμε, είπε αόριστα και ονειροπόλα ο Αντώνης.

–        Ναι ωραία ιδέα, μα τι να τους κάνουμε;

Ο Αντώνης δεν απάντησε. Κι έμειναν κι οι δυο σιωπηλοί, ψάχνοντας με το νου τους να βρουν τι θα μπορούσε να ήταν αυτό το κακό.

Σε λίγες μέρες, ήταν Κυριακή. Ο κόσμος φορώντας τα γιορτινά του πήγαινε στις εκκλησιές. Πήγαινε κι ο Κώστας με τη μάνα του και τα αδέρφια του στην Αγία Μαρίνα. Μπροστά-μπροστά  πήγαινε ο Αντρέας, ο μεγαλύτερος αδερφός του, φορώντας κι αυτός τα καλά του, όμορφος, λεβέντης, σαν αρχάγγελος του φαινότανε του Κώστα.

Ξαφνικά, καθώς προχωρούσαν, ακούστηκαν τραγούδια ιταλικά, φωνές και ζητωκραυγές, στα ιταλικά κι αυτές και, σαν έστριψαν από την πλατεία ης Αγίας Μαρίνας μπαίνοντας στο δρόμο για την Εκκλησία, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια μεγάλη παράτα από νεαρούς, μέλη της φασιστικής νεολαίας, με τις στολές και τα κοντάρια τους, που με τύμπανα, τραγούδια και συνθήματα, κατέβαιναν ορμητικοί στο λιμάνι, σε κατάσταση παραληρήματος.

Ο κόσμος στο πέρασμα τους, παραμέριζε για να τους αφήσει να περάσουν. Πάνω στη στροφή, όμως έπεσαν στην παρέα του Κώστα και των δικών του. Πρώτος-πρώτος βρέθηκε μπροστά τους ο Αντρέας, που δεν πρόλαβε να παραμερίσει. Αυτό ήταν η αφορμή, ήταν η λεβεντιά κι η περηφάνια στα μάτια του παλικαριού, που τους εξαγρίωσε; Ένας δυο από την παράτα χύθηκαν πάνω του, ακολούθησαν κι άλλοι και με τα κοντάρια τους και τις γροθιές τους, άρχισαν να  τον χτυπούν σ κεφάλι και στους ώμους, κολλώντας στον τοίχο. Από την άλλη μεριά του δρόμου, άλλοι ρίχτηκαν σ΄ ένα-δυο άλλους περαστικούς χτυπώντας τους και βρίζοντάς τους, ενώ, όσοι βρέθηκαν εκεί, έμειναν πετρωμένοι από αυτά που έβλεπαν.

‘Εντρομη η μάνα άρπαξε τα άλλα παιδιά, τα κόλλησε σύρριζα στον τοίχο κι άπλωσε τα χέρια της επάνω τους, σαν για να τα σκεπάσει, ώσπου πέρασαν οι δαίμονες. Τότε όλοι έτρεξαν στον Αντρέα και στους άλλους χτυπημένους. Του Αντρέα το κεφάλι αιμορραγούσε κι ήταν ζαλισμένος. Έτρεξαν κι έφεραν νερό πανιά, τον περιποιήθηκαν κι τον μετέφεραν στο σπίτι. Ευτυχώς, εκτός από μια σκισιά στο μέτωπο, δυο τρία καρούμπαλα στο κεφάλι και κάμποσες μελανιές στο πρόσωπο και στο σώμα δσπασμένο παράθυροεν είχε πάθει τίποτε σοβαρό.

–        Πρέπει να τους κάνουμε κάτι κακό, ξαναείπε ο Αντώνης την άλλη μέρα, όταν συναντήθηκαν στα παιδιά στη δουλειά. Ο Κώστας συμφώνησε. Έμειναν σιωπηλοί, ψάχνοντας ο καθένας τί θα μπορούσε να είναι το κακό, ενώ από το σχολείο δίπλα ακούγονταν τα ιταλικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά. Τότε ο Κώστας είχε μια λαμπρή ιδέα:

–        Το σχολείο! Να χτυπήσουμε το σχολείο! Είπε ενθουσιασμένος. Του Αντώνη του άρεσε η ιδέα. Στο λεπτό κατάστρωσαν το σχέδιο: το βράδυ, όταν θα σκοτείνιαζε, θα συναντιόνταν στο ύψωμα πίσω από το σχολείο, μπροστά από το σπίτι του Καστή κι από κει θα πετροβολούσαν τα τζάμια του σχολείου, να τα σπάσουν. Συμφώνησαν για την ώρα και χώρισαν.

Η μέρα εκείνη χρειάστηκε πολλές ώρες, ώσπου να περάσει και να πέσει το σκοτάδι. Τελικά, την ορισμένη ώρα, βρέθηκαν κι οι δυο στο συμφωνημένο σημείο. Σιωπηλά κι αθόρυβα μάζεψαν όσες πέτρες μπόρεσαν κι έβαλαν σημάδι τα τζάμια της Αστικής Σχολής. Να τούτη, να κι κείνη, να και η άλλη. Έβαζαν όλη τους την τέχνη, γύριζαν τα χέρια τους με δύναμη, για να πάρει φόρα η πέτρα και να φτάσει ως τα τζάμια, όμως η απόσταση ήταν μεγάλη κι έτσι, τελικά, λίγες πέτρες έφτασαν στο στόχο τους. Δυο – τρία τζάμια έαπασαν, αλλά, από το σπίτι πίσω ους, κάποιο παράθυρο άνοιξε, κάποιο κεφάλι πρόβαλλε να δει τι συμβαίνει. Τα δυο παιδιά φοβήθηκαν μην τα γνωρίσουν και το ‘βαλαν στα πόδια μέσα στο σκοτάδι, απογοητευμένα από τα αποτελέσματα της επιχείρησης.

–        Δεν είναι τίποτα σοβαρό αυτό που κάναμε, είπε την άλλη μέρα ο Κώστας, καθώς έκαναν πως ανηφόριζαν κατά τον Πλάτανο, δήθεν αδιάφοροι, αλλά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο προαύλιο του σχολείου. Η κίνηση, εκεί, ήταν η συνηθισμένη. Οι μαθητές τριγυρνούσαν ή έπαιζαν κι οι δάσκαλοί περπατούσαν πάνω – κάτω επιτηρώντας τους. Όλα ήταν στη θέση τους και, κάτω στο δρόμο, αναρτημένος ψηλά στο εξωτερικό τοίχο του μικρούς δωματίου, αριστερά από την κύρια είσοδο του προαυλίου, ο ιταλικός θυρεός με την κορώνα και την ιταλόφωνη επιγραφή του, θύμιζε πολύ καθαρά ποιος έκανε κουμάντο στο σχολείο και στον τόπο.

Τότε ήταν που ο Κώστας είχε μια φαεινή ιδέα:

-Την κορώνα! Την κορώνα να κατεβάσουμε από τον τοίχο!

Αυτή ήταν ιδέα! Αυτή κι αν ήταν εκδίκηση! Όπως αυτοί δεν μας άφηναν ούτε τα χρώματα της ελληνικής σημαίας να χρησιμοποιούμε, έτσι κι εμείς θα κατεβάσουμε το δικό τους έμβλημα, σκέφθηκαν.

Καινούριος ενθουσιασμός, καινούρια σχέδια, καινούρια καρδιοχτύπια… Αυτή τη φορά, χρειάστηκε περισσότερη προετοιμασία και προγραμματισμός. Μάλιστα, αποφάσισαν να πάρουν μαζί τους , για καλό και για κακό, τσεκούρια, που ήταν απαραίτητα σε όλα τα έργα με Ινδιάνους, που είχαν δει.

Όταν λοιπόν όλα ήταν  έτοιμα, συναντήθηκαν, αργά, μια βραδιά που φύσαγε ένας άγριος βοριάς έκανε διαβολεμένο κρύο κι ο δρόμος ήταν έρημος. Τρύπωσαν στην αυλή του σχολείου, σκαρφάλωσαν στον τοίχο του καμαρακιού, που από την μεριά της αυλής ήταν ποιο χαμηλός και σύρθηκαν πάνω στο δώμα ως τον εξωτερικό τοίχο, πάνω ακριβώς από το σημείο όπου ήταν αναρτημένος ο ιταλικός θυρεός. Με χίλιες προφυλάξεις κοίταξαν το δρόμο προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ψυχή δεν περνούσε, ερημιά παντού, μόνο ο αέρας φυσώντας με δύναμη λύγιζε μια από δω και μια από κει τα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής.

–        Κανένας δεν περνάει. Ας αρχίσουμε, μη χάνουμε καιρό…, είπε ο Αντώνης σκύβοντας πάνω από το παραπέτο, για να φτάσει την κορώνα, που ήταν γερά καρφωμένη πάνω στον τοίχο. Ο Αντώνης βάλθηκε να ξηλώνει τη μια πλευρά, ενώ ο Κώστας την κρόταγε γερά, να μην τους ξεφύγει και κρεμαστεί, μήπως τύχει κανένας περαστικός και τους πάρει χαμπάρι.

–        Κάνε γρήγορα, είπες χαμηλόφωνα του Αντώνη, μην έρθει κανείς…

–        Mη φοβάσαι, με τέτοιον καιρό κανένας δεν τολμά να ξεμυτίσει τόσο αργά, απάντησε ο Αντώνης, βάζοντας όλη του τη δύναμη στα χέρια του, που έτρεμαν από τη βιάση και την αγωνία.

–        Κράτα καλά, ξανακούστηκε σε λίγο η φωνή του χαρούμενη, βγάζω το τελευταίο καρφί…

Ο Κώστας έβαλε όλη του τη δύναμη στα δάχτυλά του και την κράτησε όσο πιο γερά μπορούσε. Ένα τελευταίο τσακ και το βάρος στο χέρι του έδειξε πως ο θυρεός ήταν ελεύθερος από τη μια πλευρά.

–        Τώρα κι από κει, είπε ο Αντώνης, προχωρώντας με τα γόνατα προς την άλλη μεριά.

Τότε , ξαφνικά, φάνηκαν από την μεριά της Αγια-μαρίνας τα φώτα από τα φανάρια ενός αυτοκινήτου, που ανέβαινε προς το σχολείο. Γρήγορα ο Κώστας έσφιξε τα δάχτυλά του πιέζοντας με όλη του τη δύναμη την κορώνα από την πλευρά που είχαν αφαιρεθεί τα καρφιά, για να κρατήσει στη θέση του τον θυρεό και τα δυο παιδιά έπεσαν μπρούμυτα στο δώμα, πίσω από το παραπέτο, που ήταν ψηλότερο και τα έκρυβε από το δρόμο. Την ίδια στιγμή, το αυτοκίνητο της ιταλικής αστυνομίας ήρθε και σταμάτησε ακριβώς κάτω από το θυρεό. Τα παιδιά κόλλησαν πάνω στην πατελιά του δώματος, ενώ η καρδιά τους χοροπηδούσε σαν τρελή. Κρατώντας την αναπνοή του, ο Κώστας έσφιξε κι άλλο τα δάκτυλα που κρατούσαν την κορώνα. Έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας με αγωνία. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε κι ο καραμπινιέρος που το οδηγούσε, βγήκε έξω,. Έκανε δυο τρία βήματα, ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο, ακούμπησε πάνω, του, άναψε ένα τσιγάρο κι έμεινε ακίνητος καπνίζοντας. Περίμενε κανέναν; Τέλειωσε το τσιγάρο του κι έμεινε πάλι ακίνητος, ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο.

Του Κώστα του φάνηκε πως το βάρος που κρατούσαν τα δάχτυλα του, μεγάλωνε, μεγάλωνε, πως η κορώνα ξεγλιστρούσε και του ξέφευγε, να τώρα θα ξεφύγει ολότελα και θα πέσει και τώρα θα τους βρει ο καραμπινιέρος …

Επιτέλους, κάποια στιγμή αυτός ανασηκώθηκε από τη θέση του κι έμεινε για λίγο αναποφάσιστος. Τελικά, μπήκε στ’ αυτοκίνητο, άναψε τοη μηχανή και ξεκίνησε αργά-αργά προς ην Αγία Μαρίνα πάλι. Τα παιδιά ανάσαναν. Αλλά τόση ήταν η τρομάρα τους, που παράτησαν τον θυρεό να κρέμεται, πήδησαν κάτω από το δώμα και χάθηκαν μέσα στη νύχτα.

Την άλλη μέρα, στη δουλειά, έκαναν τους ανήξερους. Στο σχολείο, όμως είχε πολλά πήγαιν΄ έλα.

–        Τι τρέχει; Ρώτησαν, δήθεν αδιάφορα.

–        Να, έσπασαν, λέει τα καρφιά που βαστούσαν την κορώνα κα την παίρνουν από κει που την είχαν. Θα τη βάλουν πάνω στα κάγκελα της πόρτας ,για να τη στερεώσουν καλύτερα.

Άλλο που δεν ήθελαν τα παιδιά. Η καγκελόπορτα του προαυλίου, δίφυλλη, πλατιά, από χυτό σίδερο, ήταν πολύ πιο εύκολα προσιτή, παρά το τοίχος. Αυτή τη φορά, έκοψαν γρήγορα τα σύρματα που τη συγκρατούσαν και κατέβασαν την κορώνα χωρίς αργοπορία. Την έβαλαν μέσα σ΄ ένα τσουβάλι, που είχε φέρει μαζί του ο Κώστας, βγήκαν τρέχοντας από την πλαϊνή πόρτα του σχολείου και χώθηκαν στο στενό του Πάτελου. Όμως, καθώς προχωρούσαν βιαστικά, ο Αντώνης μπροστά και λίγο πιο πίσω ο Κώστας με το τσουβάλι στον ώμο, φάνηκε να έρχεται προς το μέρος τους ένας άνθρωπος. Φορούσε ένα χοντρό παλτό, με σηκωμένο το γιακά και είχε τα χέρια του χωμένα μέσα στις τσέπες του παλτού του. Χωρίς να τα χάσει ο Αντώνης, τάχυνε ακόμα περισσότερο το βήμα του, πήρε φόρα κι έπεσε με τόση ορμή πάνω στον ανυποψίαστο περαστικό, που αυτός, χάνοντας την ισορροπία του, έκανε μια ολόκληρη σβούρα γύρω από τον εαυτό του, προσπαθώντας να κρατηθεί όρθιος.

Δεν βλέπεις που πάς, χριστιανέ μου, φώναξε αγανακτισμένος, μα ο Αντώνης είχε κιόλας χαθεί μέσα στο σκοτάδι, ενώ στο μεταξύ, ο Κώστας είχε ξεγλιστρήσει απαρατήρητος και τρέχοντας πήρε τον ανήφορο για το Πάτελο, που έμενε. Δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή, ώσπου έφτασε στο σπίτι του με κομμένη την ανάσα. Μπαίνοντας, βρήκε τη μάνα του να διαβάζει με το φως της λάμπας, την Αγια Γραφή.

–        Άργησες, του είπε, βλέποντας τον να μπαίνει. Γιατί είσαι λαχανιασμένος; Και βλέποντας το τσουβάλι: Τι κουβακορώναλάς εκεί μέσα;

Ο Κώστας είχε κιόλας κατεβάσει το τσουβάλι από τον ώμο του και το άνοιξε

–        Έλα να δεις, της είπε και η φωνή του κοβόταν από το λαχάνιασμα και από τη συγκίνηση.

Έσκυψε η γυναίκα να δει και σαν είδε, κόντεψε να μείνε από τη λαχτάρα της.

–        Χριστός και Παναγιά! Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες; Γιατί το κουβάλησες εδώ;

Δεν έκατσε να ακούσει τις εξηγήσεις του γιου της. Στο λεπτό, το τσουβάλι ξανάκλεισε, φορτώθηκε πάλι στον ώμο του Κώστα και , μπρος η μάνα, πίσω ο γιος, κατηφόρισαν τη ρεματιά, που πριν από λίγο είχε ανέβει λαχανιασμένος ο Κώστας κουβαλώντας το λάφυρό του. Κάτω από το Πάτελο, ήταν ένα χωράφι με ένα ξεροπήγαδο. Εκεί μέσα έριξαν την κορώνα κι από πάνω της έριξαν πέτρες πολλές, ώσπου την σκέπασαν εντελώς, να μη φαίνεται ούτε η φανιά της. Ύστερα γύρισαν στο σπίτι…

Και η κορώνα με την επιγραφή, ακόμα εκεί κάθεται, καλά κρυμμένη…

 

Μας το έφερε η κυρία Αγγελική Μαραγκού. Την ευχαριστούμε θερμά!